- εκτρέχω
- (αόρ. εξέδραμον) αμετ. отправляться на экскурсию, совершать экскурсию
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐκτρέχω — run out pres subj act 1st sg ἐκτρέχω run out pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτρέχω — (AM ἐκτρέχω) τρέχω έξω, βγαίνω τρέχοντας, εξορμώ, κάνω έξοδο μσν. 1. διατρέχω 2. αναζητώ, επιδιώκω 3. ορμώ, εξορμώ 4. περιέρχομαι αρχ. 1. φεύγω τρέχοντας 2. (για κέρατα) μεγαλώνω, αυξάνομαι 3. (για φυτό) βλαστάνω γρήγορα, μεγαλώνω 4. (για θυμό)… … Dictionary of Greek
ἐκτρέχῃ — ἐκτρέχω run out pres subj mp 2nd sg ἐκτρέχω run out pres ind mp 2nd sg ἐκτρέχω run out pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδεδράμηκε — ἐκτρέχω run out perf imperat act 2nd sg ἐκτρέχω run out perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδεδράμηκεν — ἐκτρέχω run out perf ind act 3rd sg ἐκτρέχω run out plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδραμούμενον — ἐκτρέχω run out fut part mid masc acc sg (attic epic doric) ἐκτρέχω run out fut part mid neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδραμόν — ἐκτρέχω run out aor part act masc voc sg ἐκτρέχω run out aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδραμόντα — ἐκτρέχω run out aor part act neut nom/voc/acc pl ἐκτρέχω run out aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδραμόντων — ἐκτρέχω run out aor part act masc/neut gen pl ἐκτρέχω run out aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδράμῃ — ἐκτρέχω run out aor subj mp 2nd sg ἐκτρέχω run out aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτρεχόντων — ἐκτρέχω run out pres part act masc/neut gen pl ἐκτρέχω run out pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)